- προσθέτως
- Αεπίρρ. βλ. πρόσθετος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
προσεκκαίω — Α [ἐκκαίω] 1. ανάβω, αναφλέγω επί προσθέτως 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω επιπροσθέτως (α. «περὶ τοὺς ἔρωτας... προσεκκάουσιν», Κλεομ. β. «προσεκαυθεὶς τοῑς γεγενημένοις» αφού παροργίσθηκε για τα όσα έγιναν, Λόγγ.) … Dictionary of Greek
πρόσθετος — η, ο / πρόσθετος, ον, ΝΜΑ, και προσθετός, ή, ό, Ν [προστίθημι] 1. αυτός που έχει προστεθεί εκ τών υστέρων, που έχει προσαρμοστεί έτσι ώστε να μπορεί να μετακινηθεί (α. «προσθετά δόντια» β. «πρόσθετοι κλίμακες», Αριστείδ. γ. «πρόσθετοι πτέρυγες»,… … Dictionary of Greek